H ΑΠΟΞΗΛΩΣΗ ΤΟΥ WIKILEAKS
Suzie Dawson

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - Βακολίδης Νίκος, συντονιστής DiEM25Ioannina 1DSC
ΠΗΓΗ
Η μεγάλη εικόνα
Με εκατομμύρια λέξεις να έχουν γραφτεί για τον Τζούλιαν Άσανζ, το WikiLeaks και τους συνεργάτες του να στροβιλίζονται γύρω μας καθημερινά, είναι εύκολο να δούμε το δέντρο και όχι το δάσος.
Το πρώτο σημείο εκκίνησης για όσους υπερασπίζονται τον πιο εκτεθειμένο σε κίνδυνο εκδοτικό οργανισμό στον κόσμο και το προσωπικό του ήταν η αντιμετώπιση των ατομικών αφηγημάτων των καταπιεστών του. Να εστιάσουμε στη Σουηδία, ή στον Ισημερινό ή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, στις Μεγάλες Δικαστικές Επιτροπές ή στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην απομυθοποίηση των αφηγημάτων τους είναι ένα απαραίτητο έργο. Αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα: Χρόνια έντονης υποστήριξης του επιχειρήματος ότι όλες οι ποικίλες πτυχές των προαναφερθέντων είναι διαπλεκόμενες – σε πολλές από τις οποίες έχω εμπλακεί η ίδια – δεν έφεραν τη νίκη. Δεν είμαστε καλύτεροι, ή ισχυρότεροι από αυτό. Τα πράγματα φεύγουν από τον έλεγχο και φεύγουν γρήγορα.
Μετά από μια δεκαετία σε αυτή τη μάχη, ήρθε η ώρα να αναλογιστούμε το συνολικό άθροισμα των επιμέρους τμημάτων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τι συνέβη όχι μόνο στον Τζούλιαν – αλλά στην οργάνωσή του στο σύνολό της. Πρέπει να εξετάσουμε το WikiLeaks σε επίπεδο αρχιτεκτονικής του, όπως έκαναν και οι αντίπαλοί του. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι η βεβήλωση της φήμης του Τζούλιαν και οι επιθέσεις κατά του έργου του, των σχέσεών του και του φυσικού του προσώπου δεν αφορούσαν στην πραγματικότητα ποτέ αυτόν – αφορούσαν πάντα την οργάνωση του, το τι είναι και το τι κάνει.
Αυτό που φανερώνει αυτό το ψηλό πλεονεκτικό σημείο παρατήρησης είναι μια προφανής και παρατεταμένη συστηματική αποσταθεροποίηση των βασικών πυλώνων της οργάνωσης . Ο κοινωνικός αποκεφαλισμός των πιο αποτελεσματικών μελών της. Η υπονόμευση της ικανότητάς τους να συνεχίζουν να υπηρετούν και να προσθέτουν αξία σε αυτό.
Αυτοί είναι οι σάπιοι καρποί της διακρατικής ατζέντας για την εξάλειψη του WikiLeaks. Μια κρατική, διεθνής συνωμοσία η οποία χρονολογείται από τη διακήρυξη πολέμου εναντίον του WikiLeaks το 2017 από το διευθυντή της CIA, Μάικ Πομπέο. Οι ανοιχτές απειλές του ήταν ουσιαστικά ένα κάλυμμα για κρυφές επιχειρήσεις που εντοπίζονται πίσω στο 2009 τουλάχιστον.
Εκείνοι που αντιτίθενται στο WikiLeaks είναι πιο κοντά από ποτέ στο στόχο τους να το καταστρέψουν. Αν θέλουμε να εμποδίσουμε αυτό το παλιρρο’ι΄κό κύμα, πρέπει να εξετάσουμε τι έκανε το WikiLeaks καλό κατά την καλύτερή του φάση, να βρούμε τα κομμάτια που λείπουν μεταξύ του τότε και του τώρα και να σπεύσουμε να τα επαναφέρουμε .
Πώς μοιάζει ένα ισχυρό WikiLeaks
Η οργάνωση που σχεδίασε ο Τζούλιαν ήταν συμπαγής. Αυτό είναι αυτονόητο: μπόρεσε να αντέξει 10 χρόνια αδιάκοπων επιθέσεων από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών μέσα από πολλαπλές αρμοδιότητες. Το ότι μέχρι στιγμής επέζησε είναι ένα ιστορικό επίτευγμα.
‘Ετσι ήταν το WikiLeaks όταν ήταν στην κορυφή: μια εκδοτική πτέρυγα, μια πτέρυγα ακτιβισμού και μια πτέρυγα μέσων ενημέρωσης / δημοσίων σχέσεων.

Κάθε ένας από αυτούς τους τρεις πυλώνες προασπίστηκε από άτομα που είχαν σημαντικούς δημόσιους ρόλους. Ειδικοί στον τομέα τους. Αναλαμβάνοντας τεράστιες ηγετικές δυνάμεις, και τεράστια ρίσκα.
Στα ικανά τους χέρια, το WikiLeaks ήταν ο πιο πρωτοπόρος εκδοτικός οίκος στον κόσμο. Το μαργαριτάρι της σφαίρας του τεχνολογικού ακτιβισμού, φτιαγμένο πάνω σε μια πλατφόρμα σημαντικών καλωδιακών ειδησεογραφικών δικτύων, με συντακτικά άρθρα στα κύρια μέσα ενημέρωσηςμε στήλες άποψης. Το WikiLeaks έλεγχε το αφήγημα. Το WikiLeaks ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά. Οι κριτικοί του WikiLeaks αναγκάστηκαν να κρατούν αμυντική στάση, πάντα να πρέπει να ανταποκριθούν σε ό,τι έκανε το WikiLeaks στη συνέχεια.
Το WikiLeaks έκανε μαγικά. Γνωρίζαμε πάντα να περιμένουμε το απροσδόκητο. Όποτε φαινόταν ότι έπεσε ο ρυθμός του, επανέρχονταν καλύτερο από ποτέ.
Ήταν μια χρυσή εποχή και αναφέρομαι στα τρία βασικά συστατικά της ως ιδανική ομάδα. Πολύ ειλικρινά, τα έσπαγαν.
Η ιδανική ομάδα
Ο Τζούλιαν Ασανζ έλεγχε την πολιτική, τη διαδικασία, τη δημοσίευση και τις προστατευόμενες πηγές. Ξεκίνησε δορυφορικές οργανώσεις και ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της αυτοκρατορίας του WikiLeaks. Ο Τζέικομπ Άππελμπαουμ πήγε σε εξέδρες σε όλο τον κόσμο, μιλώντας σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους για την αξία και τη σημασία της αξιοποίησης και υποστήριξης του WikiLeaks. Ήταν ένας σημαντικός καθοδηγήτης για το τεχνολογικό κοινό και μια συνεχής παρουσία σε συνέδρια προγραμματιστών, ιδιωτικότητας και δημοσιογραφίας. Ο Τρέβορ Φίτζγκίμπον έρχονταν σε επαφή με σπουδαία πρόσωπα των μέσων ενημέρωσης, μουσικούς και διάσημους, στρατολογώντας τους επιτυχώς και αξιοποιώντας τους για να ενισχύσει το δημόσιο προφίλ του WikiLeaks. Διαχειριζόταν τις σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης, επεξεργάζονταν και προωθούσε πρωτοποριακές αφηγήσεις.

Αυτοί οι τρεις άντρες υπερασπίζονταν ασταμάτητα το WikiLeaks.
Αυτοί οι τρεις άνδρες έχτισαν την αρχική εκστρατεία για να σώσουν την Τσέλσι Μάννινγκ.
Αυτοί οι τρεις άντρες βοήθησαν να σωθεί ο Έντουαρντ Σνόουντεν.
Η δημόσια φήμη αυτών των τριών αντρών καταστράφηκε.
Δεν χρειάζεται να ψάξετε πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στο διαδίκτυο για να δείτε πόσο συχνά ο Τζούλιαν Άσανζ περιγράφεται ως ένας κατά συρροή βιαστής
Ούτε για να ανακαλύψετε ότι ο Τζέικομπ Άππελμπάουμ περιγράφεται ως ένας κατά συρροή βιαστής.
Και ο Τρέβορ Φιτζγκίμπον? Ναι, αποκαλείται επίσης κατά συρροή βιαστής.

Ποια είναι η πιθανότητα και οι τρεις δημόσιες προσωπικότητες που αντιπροσωπεύουν τους βασικούς πυλώνες του WikiLeaks, να είναι κατά συρροή βιαστές;
Εκ των υστέρων, ξεπερνά τη λογική.
Επιπρόσθετα, το τέχνασμα είναι τόσο προφανές που καταντά γελοίο.
Αλλά όταν η CIA σε στοχοποιεί, να περιμένεις πάντα πολλά και διάφορα.
Ένας βιαστής, δύο βιαστές, τρεις βιαστές, τέσσερις.
Βιαστές! Βιαστές Παντού!
Όταν ο περίφημος Ισλανδός δημοσιογράφος Κριστίν Χράφνσον διορίστηκε αρχισυντάκτης του WikiLeaks τον Οκτώβριο του 2018, η επιλογή εγκωμιάστηκε στους διαδρόμους.
Τα εγκώμια ωστόσο θα ήταν βραχύβια, καθώς μέσα σε μια εβδομάδα από τους επαίνους που δέχθηκε, συκοφαντήθηκε ως «ένα εχθρικό άτομο που κακοποιεί γυναίκες “και ως ένας “βίαιος μέθυσος με ιστορικό σωματικής και συναισθηματικής κακοποίησης γυναικών “.
Η διατύπωση του δυσφημιστικού άρθρου είναι τόσο θωλή όσο και οι κατηγορίες – ” Ισχυρισμοί στον αέρα… Μπορεί τώρα να αντιμετωπίσει ισχυρισμούς … ανίκανος να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα την αλήθεια αυτών των ισχυρισμών …”
Δεν εμφανίστηκαν θύματα. Δεν καταχωρήθηκαν κατηγορίες. Δεν ξεκίνησε καμία έρευνα. Απλώς έριξαν τη λάσπη τους στον νέο επικεφαλής του εκδοτικού πυλώνα του WikiLeaks και έλπιζαν ότι θα πετύχει, όπως συνέβη και με τους άλλους.
Αυτή είναι μια τακτική που εφαρμόζεται συχνά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς και στα έντυπα μέσα. Και άλλες εμβληματικές προσωπικότητες του ακτιβισμού και των πληροφοριοδοτών έχουν αλειφθεί με την ίδια πίσσα. Ο Ματ ΝτεΧάρτ αντιμετώπισε εξαιρετικά αμφισβητούμενες κατηγορίες παιδικής πορνογραφίας που κατασκευάστηκαν εναντίον του. Το ίδιο και υποτιθέμενος πληροφοριοδότης Vault7. Ακόμη και ο Έντουαρντ Σνόουντεν αντιμετωπίζει διαδικτυακά τρολ που του επιτίθενται αβάσιμα στην ίδια γραμμή, παρόλο που δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός ότι έχει συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
Γιατί χρησιμοποιείται αυτή η τακτική ξανά και ξανά; Επειδή λειτουργεί. Επειδή συνεχίζουμε να της επιτρέπουμε να λειτουργεί.
Η αποτυχία μας να προστατέψουμε όσους έβαλαν τους εαυτούς τους στη γραμμή του πυρός για λογαριασμό μας, ακονίζει το σπαθί που χρησιμεύει στη σφαγή μας…
Σε καθεμία από τις τρεις περιπτώσεις, υπάρχουν ουσιαστικά στοιχεία που δείχνουν ότι δεν υπήρξε ποτέ βιασμός.
Στην περίπτωση του Τζούλιαν, μία από τις εμπλεκόμενες γυναίκες υπέβαλε ένα προφυλακτικό που βρέθηκε ότι δεν περιείχε κανένα ίχνος DNA – δικό του ή δικό της. Στη συνέχεια δήλωσε δημοσίως ότι δεν βιάστηκε. Η άλλη ενάγουσα δήλωσε σε φίλους ότι «είχε δεχθεί πιέσεις από την αστυνομία» και «δεν επιθυμούσε να τον κατηγορήσει για τίποτα».
Στην περίπτωση του Τζέηκομπ Άππελμπαουμ, αυτή που αποδείχθηκε ότι ήταν η μοναδική ενάγουσα βιασμού (παρά τις υποσχέσεις των δυσφημιστών του για την ύπαρξη δεκάδων θυμάτων) του έστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μετά από το συμβάν για να του πει πόσο υπέροχα πέρασε και πόσο ανυπομονούσε να επιστρέψει στο Βερολίνο για να τον επισκεφτεί ξανά. Ένα άλλο υποτιθέμενο θύμα δήλωσε ότι η ιστορία που αφηγήθηκαν οι κατήγοροι του Άππελμπαουμ σχετικά με αυτήν ήταν πραγματικά λανθασμένη και είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον του χωρίς τη συγκατάθεσή της.
Στην περίπτωση του Τρέβορ Φίτζγκιμπον, η μόνη κατηγορία βιασμού προήλθε από μια γυναίκα η οποία του έστειλε μια σειρά γυμνών και ημι-γυμνών φωτογραφιών πριν από το υποτιθέμενο περιστατικό, και έπειτα ένα άλλο μήνυμα κειμένου για να τον συγχαρεί και να τον επαινέσει για τη σεξουαλική του απόδοση. Αμέσως μετά του ζήτησε να κάνει μια σειρά από επαγγελματικές χάρες για την ίδια και τους πελάτες της. Ο ισχυρισμός της για βιασμό διερευνήθηκε από τις αρχές – οι οποίες, μετά από μια ετήσια έρευνα, τον απέρριψαν ως αβάσιμο και αρνήθηκαν να τον κατηγορήσουν. Αυτός στη συνέχεια πήρε τα αποδεικτικά στοιχεία της διπροσωπίας της σε δικαστήριο και τη μήνυσε με επιτυχία για δυσφήμιση. Έχει πλέον ανακαλέσει δημοσίως τους ισχυρισμούς της εναντίον του.
Παρά τα παραπάνω, ο μύθος ότι “υπάρχουν πολλοί κατήγοροι” εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εναντίον και των τριών ανδρών. Ο Τζούλιαν παρουσιάζεται να εξηγεί στο ντοκιμαντέρ «Risk» της Laura Poitras γιατί η ύπαρξη πολλαπλών κατήγορων είναι προβληματική και αμέσως θεωρήθηκε μισογύνης» επειδή τόλμησε να εκφράσει μια τέτοια βασική παρατήρηση. Απεικονίστηκε ως ένας ένοχος που σχεδίαζει αντι-αφηγήματα εναντίον των θυμάτων για να αποφύγει τη δικαιοσύνη, αντί ως ένας αθώος άνθρωπος που απορεί με τη διαπλοκή πολυπλοκότητα των αλυσίδων που χρησιμοποιούνται για να τον τυλίξουν.
Και στις τρεις περιπτώσεις, έγιναν ψευδείς ισχυρισμοί που είτε πληρούν οριακά τα χαρακτηριστικά ενός σεξουαλικού εγκλήματος είτε απλά δεν το κάνουν καθόλου. Παρά τα εννέα χρόνια επικλήσεων της λέξης “βιασμός”, και του όρου “κατά συρροή βιαστής”, οι κατηγορίες εναντίον του Τζούλιαν δεν ισοδυναμούν καθόλου με βιασμό. Είναι αυτό που περιγράφουν τα Σουηδικά νομικά βιβλία ως “μικρότερο βιασμό” και περιγράφουν δραστηριότητες που δεν είναι εγκλήματα στις περισσότερες δυτικές χώρες. Στην περίπτωση του Τζέηκομπ, οι κατήγοροί του θεώρησαν ότι αξίζει να ανασύρουν επαγγελματικές διαμάχες, αστεία που ακούγονται σε μπαρ, τον ισχυρισμό τρίτου για ένα απλό φιλί, και το πλύσιμο της πλάτης ενός κατήγορου που παρέλειψε να αποκαλύψει όταν έγραφε για το περιστατικό, ότι μετά από το πλύσιμο της πλάτης, είχε ουσιαστικά αποφασίσει να κάνει συναινετικό σεξ με τον Άππελμπαουμ. Στην περίπτωση του Τρέβορ Φίτζγκιμπον, η καταγγέλλουσα που είχε ανακαλέσει το βιασμό συνοδεύτηκε στο αστυνομικό τμήμα από δύο άλλες καταγγέλλουσες. Η μια ισχυρίστηκε ότι ο Φίτζγκιμπον την “αγκάλιασε” ακατάλληλα. Η άλλη ισχυρίστηκε ότι το χέρι του βούρτσισε την πλάτη της κατά τη διάρκεια μιας αγκαλιάς. Αυτές οι καταγγελίες απορρίφθηκαν επίσης από την υπηρεσία διερεύνησης.
Έχω γράψει εκτενώς αλλού για το πώς τέτοιοι ψευδείς ισχυρισμοί υποβαθμίζουν αποτελεσματικά τη σοβαρότητα του βιασμού. Θα συγκρατήσω τον εαυτό μου από την άβολη θέση να το κάνω αυτό ξανά, εκτός από το να πώ: όσες από εμάς έχουμε βιώσει τη βία και το τραύμα του βιασμού, του ομαδικού βιασμού και της σοβαρής σεξουαλικής κακοποίησης, είναι μια ασυγχώρητη προσβολή να βλέπουμε τέτοια θλιβερά, ρηχά παράπονα, να συγχέονται ως βιασμός. Εκείνες που εμπλέκονται σε αυτή τη συμπεριφορά βλάπτουν την αξιοπιστία, και στην πραγματικότητα θέτουν σε κίνδυνο, όλες τιςς πραγματικές καταγγέλλουσες βιασμού, και πρέπει να ντρέπονται βαθιά για τον εαυτό τους.
Κανένας από τους τρεις άνδρες – Τζούλιαν, Τζέηκομπ ή Τρέβορ – δεν έχει ποτέ κατηγορηθεί για έγκλημα. Ούτε είχαν υποβληθεί εναντίον τους αστικές αγωγές, παρόλο που το αποδεικτικό εμπόδιο είναι χαμηλότερο. Παρόλα αυτά και οι τρεις συνεχίζουν να κακοποιούνται από τους πολιτικούς τους αντιπάλους, οι οποίοι τους κατονομάζουν «κατά συρροή βιαστές».
Αυτό έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη σε αυτούς και στα κοντινά τους πρόσωπα. Επίσης, κατέστρεψε σημαντικά την καριέρα τους.
Και για αυτό ακριβώς γίνονται όλα αυτά. Δεν αφορούσε ποτέ αυτούς. Αφορούσε τις επαγγελματικές τους επιδιώξεις: τι κάνουν καλά, τι αγαπούν να κάνουν, ποιοί ενοχλούνταν από αυτό που αυτοί κάνουν, και ποιοι ήταν εκείνοι που επωφελήθηκαν από την αναστολή της ικανότητάς τους να συνεχίσουν να το κάνουν.
Διαβάστε εδώ το πλήρες κείμενο.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - Βακολίδης Νίκος, συντονιστής DiEM25Ioannina 1DSC
ΠΗΓΗ
Η μεγάλη εικόνα
Με εκατομμύρια λέξεις να έχουν γραφτεί για τον Τζούλιαν Άσανζ, το WikiLeaks και τους συνεργάτες του να στροβιλίζονται γύρω μας καθημερινά, είναι εύκολο να δούμε το δέντρο και όχι το δάσος.
Το πρώτο σημείο εκκίνησης για όσους υπερασπίζονται τον πιο εκτεθειμένο σε κίνδυνο εκδοτικό οργανισμό στον κόσμο και το προσωπικό του ήταν η αντιμετώπιση των ατομικών αφηγημάτων των καταπιεστών του. Να εστιάσουμε στη Σουηδία, ή στον Ισημερινό ή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, στις Μεγάλες Δικαστικές Επιτροπές ή στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην απομυθοποίηση των αφηγημάτων τους είναι ένα απαραίτητο έργο. Αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα: Χρόνια έντονης υποστήριξης του επιχειρήματος ότι όλες οι ποικίλες πτυχές των προαναφερθέντων είναι διαπλεκόμενες – σε πολλές από τις οποίες έχω εμπλακεί η ίδια – δεν έφεραν τη νίκη. Δεν είμαστε καλύτεροι, ή ισχυρότεροι από αυτό. Τα πράγματα φεύγουν από τον έλεγχο και φεύγουν γρήγορα.
Μετά από μια δεκαετία σε αυτή τη μάχη, ήρθε η ώρα να αναλογιστούμε το συνολικό άθροισμα των επιμέρους τμημάτων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τι συνέβη όχι μόνο στον Τζούλιαν – αλλά στην οργάνωσή του στο σύνολό της. Πρέπει να εξετάσουμε το WikiLeaks σε επίπεδο αρχιτεκτονικής του, όπως έκαναν και οι αντίπαλοί του. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι η βεβήλωση της φήμης του Τζούλιαν και οι επιθέσεις κατά του έργου του, των σχέσεών του και του φυσικού του προσώπου δεν αφορούσαν στην πραγματικότητα ποτέ αυτόν – αφορούσαν πάντα την οργάνωση του, το τι είναι και το τι κάνει.
Αυτό που φανερώνει αυτό το ψηλό πλεονεκτικό σημείο παρατήρησης είναι μια προφανής και παρατεταμένη συστηματική αποσταθεροποίηση των βασικών πυλώνων της οργάνωσης . Ο κοινωνικός αποκεφαλισμός των πιο αποτελεσματικών μελών της. Η υπονόμευση της ικανότητάς τους να συνεχίζουν να υπηρετούν και να προσθέτουν αξία σε αυτό.
Αυτοί είναι οι σάπιοι καρποί της διακρατικής ατζέντας για την εξάλειψη του WikiLeaks. Μια κρατική, διεθνής συνωμοσία η οποία χρονολογείται από τη διακήρυξη πολέμου εναντίον του WikiLeaks το 2017 από το διευθυντή της CIA, Μάικ Πομπέο. Οι ανοιχτές απειλές του ήταν ουσιαστικά ένα κάλυμμα για κρυφές επιχειρήσεις που εντοπίζονται πίσω στο 2009 τουλάχιστον.
Εκείνοι που αντιτίθενται στο WikiLeaks είναι πιο κοντά από ποτέ στο στόχο τους να το καταστρέψουν. Αν θέλουμε να εμποδίσουμε αυτό το παλιρρο’ι΄κό κύμα, πρέπει να εξετάσουμε τι έκανε το WikiLeaks καλό κατά την καλύτερή του φάση, να βρούμε τα κομμάτια που λείπουν μεταξύ του τότε και του τώρα και να σπεύσουμε να τα επαναφέρουμε .
Πώς μοιάζει ένα ισχυρό WikiLeaks
Η οργάνωση που σχεδίασε ο Τζούλιαν ήταν συμπαγής. Αυτό είναι αυτονόητο: μπόρεσε να αντέξει 10 χρόνια αδιάκοπων επιθέσεων από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών μέσα από πολλαπλές αρμοδιότητες. Το ότι μέχρι στιγμής επέζησε είναι ένα ιστορικό επίτευγμα.
‘Ετσι ήταν το WikiLeaks όταν ήταν στην κορυφή: μια εκδοτική πτέρυγα, μια πτέρυγα ακτιβισμού και μια πτέρυγα μέσων ενημέρωσης / δημοσίων σχέσεων.

Κάθε ένας από αυτούς τους τρεις πυλώνες προασπίστηκε από άτομα που είχαν σημαντικούς δημόσιους ρόλους. Ειδικοί στον τομέα τους. Αναλαμβάνοντας τεράστιες ηγετικές δυνάμεις, και τεράστια ρίσκα.
Στα ικανά τους χέρια, το WikiLeaks ήταν ο πιο πρωτοπόρος εκδοτικός οίκος στον κόσμο. Το μαργαριτάρι της σφαίρας του τεχνολογικού ακτιβισμού, φτιαγμένο πάνω σε μια πλατφόρμα σημαντικών καλωδιακών ειδησεογραφικών δικτύων, με συντακτικά άρθρα στα κύρια μέσα ενημέρωσηςμε στήλες άποψης. Το WikiLeaks έλεγχε το αφήγημα. Το WikiLeaks ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά. Οι κριτικοί του WikiLeaks αναγκάστηκαν να κρατούν αμυντική στάση, πάντα να πρέπει να ανταποκριθούν σε ό,τι έκανε το WikiLeaks στη συνέχεια.
Το WikiLeaks έκανε μαγικά. Γνωρίζαμε πάντα να περιμένουμε το απροσδόκητο. Όποτε φαινόταν ότι έπεσε ο ρυθμός του, επανέρχονταν καλύτερο από ποτέ.
Ήταν μια χρυσή εποχή και αναφέρομαι στα τρία βασικά συστατικά της ως ιδανική ομάδα. Πολύ ειλικρινά, τα έσπαγαν.
Η ιδανική ομάδα
Ο Τζούλιαν Ασανζ έλεγχε την πολιτική, τη διαδικασία, τη δημοσίευση και τις προστατευόμενες πηγές. Ξεκίνησε δορυφορικές οργανώσεις και ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της αυτοκρατορίας του WikiLeaks. Ο Τζέικομπ Άππελμπαουμ πήγε σε εξέδρες σε όλο τον κόσμο, μιλώντας σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους για την αξία και τη σημασία της αξιοποίησης και υποστήριξης του WikiLeaks. Ήταν ένας σημαντικός καθοδηγήτης για το τεχνολογικό κοινό και μια συνεχής παρουσία σε συνέδρια προγραμματιστών, ιδιωτικότητας και δημοσιογραφίας. Ο Τρέβορ Φίτζγκίμπον έρχονταν σε επαφή με σπουδαία πρόσωπα των μέσων ενημέρωσης, μουσικούς και διάσημους, στρατολογώντας τους επιτυχώς και αξιοποιώντας τους για να ενισχύσει το δημόσιο προφίλ του WikiLeaks. Διαχειριζόταν τις σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης, επεξεργάζονταν και προωθούσε πρωτοποριακές αφηγήσεις.

Αυτοί οι τρεις άντρες υπερασπίζονταν ασταμάτητα το WikiLeaks.
Αυτοί οι τρεις άνδρες έχτισαν την αρχική εκστρατεία για να σώσουν την Τσέλσι Μάννινγκ.
Αυτοί οι τρεις άντρες βοήθησαν να σωθεί ο Έντουαρντ Σνόουντεν.
Η δημόσια φήμη αυτών των τριών αντρών καταστράφηκε.
Δεν χρειάζεται να ψάξετε πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στο διαδίκτυο για να δείτε πόσο συχνά ο Τζούλιαν Άσανζ περιγράφεται ως ένας κατά συρροή βιαστής
Ούτε για να ανακαλύψετε ότι ο Τζέικομπ Άππελμπάουμ περιγράφεται ως ένας κατά συρροή βιαστής.
Και ο Τρέβορ Φιτζγκίμπον? Ναι, αποκαλείται επίσης κατά συρροή βιαστής.

Ποια είναι η πιθανότητα και οι τρεις δημόσιες προσωπικότητες που αντιπροσωπεύουν τους βασικούς πυλώνες του WikiLeaks, να είναι κατά συρροή βιαστές;
Εκ των υστέρων, ξεπερνά τη λογική.
Επιπρόσθετα, το τέχνασμα είναι τόσο προφανές που καταντά γελοίο.
Αλλά όταν η CIA σε στοχοποιεί, να περιμένεις πάντα πολλά και διάφορα.
Ένας βιαστής, δύο βιαστές, τρεις βιαστές, τέσσερις.
Βιαστές! Βιαστές Παντού!
Όταν ο περίφημος Ισλανδός δημοσιογράφος Κριστίν Χράφνσον διορίστηκε αρχισυντάκτης του WikiLeaks τον Οκτώβριο του 2018, η επιλογή εγκωμιάστηκε στους διαδρόμους.
Τα εγκώμια ωστόσο θα ήταν βραχύβια, καθώς μέσα σε μια εβδομάδα από τους επαίνους που δέχθηκε, συκοφαντήθηκε ως «ένα εχθρικό άτομο που κακοποιεί γυναίκες “και ως ένας “βίαιος μέθυσος με ιστορικό σωματικής και συναισθηματικής κακοποίησης γυναικών “.
Η διατύπωση του δυσφημιστικού άρθρου είναι τόσο θωλή όσο και οι κατηγορίες – ” Ισχυρισμοί στον αέρα… Μπορεί τώρα να αντιμετωπίσει ισχυρισμούς … ανίκανος να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα την αλήθεια αυτών των ισχυρισμών …”
Δεν εμφανίστηκαν θύματα. Δεν καταχωρήθηκαν κατηγορίες. Δεν ξεκίνησε καμία έρευνα. Απλώς έριξαν τη λάσπη τους στον νέο επικεφαλής του εκδοτικού πυλώνα του WikiLeaks και έλπιζαν ότι θα πετύχει, όπως συνέβη και με τους άλλους.
Αυτή είναι μια τακτική που εφαρμόζεται συχνά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς και στα έντυπα μέσα. Και άλλες εμβληματικές προσωπικότητες του ακτιβισμού και των πληροφοριοδοτών έχουν αλειφθεί με την ίδια πίσσα. Ο Ματ ΝτεΧάρτ αντιμετώπισε εξαιρετικά αμφισβητούμενες κατηγορίες παιδικής πορνογραφίας που κατασκευάστηκαν εναντίον του. Το ίδιο και υποτιθέμενος πληροφοριοδότης Vault7. Ακόμη και ο Έντουαρντ Σνόουντεν αντιμετωπίζει διαδικτυακά τρολ που του επιτίθενται αβάσιμα στην ίδια γραμμή, παρόλο που δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός ότι έχει συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
Γιατί χρησιμοποιείται αυτή η τακτική ξανά και ξανά; Επειδή λειτουργεί. Επειδή συνεχίζουμε να της επιτρέπουμε να λειτουργεί.
Η αποτυχία μας να προστατέψουμε όσους έβαλαν τους εαυτούς τους στη γραμμή του πυρός για λογαριασμό μας, ακονίζει το σπαθί που χρησιμεύει στη σφαγή μας…
Σε καθεμία από τις τρεις περιπτώσεις, υπάρχουν ουσιαστικά στοιχεία που δείχνουν ότι δεν υπήρξε ποτέ βιασμός.
Στην περίπτωση του Τζούλιαν, μία από τις εμπλεκόμενες γυναίκες υπέβαλε ένα προφυλακτικό που βρέθηκε ότι δεν περιείχε κανένα ίχνος DNA – δικό του ή δικό της. Στη συνέχεια δήλωσε δημοσίως ότι δεν βιάστηκε. Η άλλη ενάγουσα δήλωσε σε φίλους ότι «είχε δεχθεί πιέσεις από την αστυνομία» και «δεν επιθυμούσε να τον κατηγορήσει για τίποτα».
Στην περίπτωση του Τζέηκομπ Άππελμπαουμ, αυτή που αποδείχθηκε ότι ήταν η μοναδική ενάγουσα βιασμού (παρά τις υποσχέσεις των δυσφημιστών του για την ύπαρξη δεκάδων θυμάτων) του έστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μετά από το συμβάν για να του πει πόσο υπέροχα πέρασε και πόσο ανυπομονούσε να επιστρέψει στο Βερολίνο για να τον επισκεφτεί ξανά. Ένα άλλο υποτιθέμενο θύμα δήλωσε ότι η ιστορία που αφηγήθηκαν οι κατήγοροι του Άππελμπαουμ σχετικά με αυτήν ήταν πραγματικά λανθασμένη και είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον του χωρίς τη συγκατάθεσή της.
Στην περίπτωση του Τρέβορ Φίτζγκιμπον, η μόνη κατηγορία βιασμού προήλθε από μια γυναίκα η οποία του έστειλε μια σειρά γυμνών και ημι-γυμνών φωτογραφιών πριν από το υποτιθέμενο περιστατικό, και έπειτα ένα άλλο μήνυμα κειμένου για να τον συγχαρεί και να τον επαινέσει για τη σεξουαλική του απόδοση. Αμέσως μετά του ζήτησε να κάνει μια σειρά από επαγγελματικές χάρες για την ίδια και τους πελάτες της. Ο ισχυρισμός της για βιασμό διερευνήθηκε από τις αρχές – οι οποίες, μετά από μια ετήσια έρευνα, τον απέρριψαν ως αβάσιμο και αρνήθηκαν να τον κατηγορήσουν. Αυτός στη συνέχεια πήρε τα αποδεικτικά στοιχεία της διπροσωπίας της σε δικαστήριο και τη μήνυσε με επιτυχία για δυσφήμιση. Έχει πλέον ανακαλέσει δημοσίως τους ισχυρισμούς της εναντίον του.
Παρά τα παραπάνω, ο μύθος ότι “υπάρχουν πολλοί κατήγοροι” εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εναντίον και των τριών ανδρών. Ο Τζούλιαν παρουσιάζεται να εξηγεί στο ντοκιμαντέρ «Risk» της Laura Poitras γιατί η ύπαρξη πολλαπλών κατήγορων είναι προβληματική και αμέσως θεωρήθηκε μισογύνης» επειδή τόλμησε να εκφράσει μια τέτοια βασική παρατήρηση. Απεικονίστηκε ως ένας ένοχος που σχεδίαζει αντι-αφηγήματα εναντίον των θυμάτων για να αποφύγει τη δικαιοσύνη, αντί ως ένας αθώος άνθρωπος που απορεί με τη διαπλοκή πολυπλοκότητα των αλυσίδων που χρησιμοποιούνται για να τον τυλίξουν.
Και στις τρεις περιπτώσεις, έγιναν ψευδείς ισχυρισμοί που είτε πληρούν οριακά τα χαρακτηριστικά ενός σεξουαλικού εγκλήματος είτε απλά δεν το κάνουν καθόλου. Παρά τα εννέα χρόνια επικλήσεων της λέξης “βιασμός”, και του όρου “κατά συρροή βιαστής”, οι κατηγορίες εναντίον του Τζούλιαν δεν ισοδυναμούν καθόλου με βιασμό. Είναι αυτό που περιγράφουν τα Σουηδικά νομικά βιβλία ως “μικρότερο βιασμό” και περιγράφουν δραστηριότητες που δεν είναι εγκλήματα στις περισσότερες δυτικές χώρες. Στην περίπτωση του Τζέηκομπ, οι κατήγοροί του θεώρησαν ότι αξίζει να ανασύρουν επαγγελματικές διαμάχες, αστεία που ακούγονται σε μπαρ, τον ισχυρισμό τρίτου για ένα απλό φιλί, και το πλύσιμο της πλάτης ενός κατήγορου που παρέλειψε να αποκαλύψει όταν έγραφε για το περιστατικό, ότι μετά από το πλύσιμο της πλάτης, είχε ουσιαστικά αποφασίσει να κάνει συναινετικό σεξ με τον Άππελμπαουμ. Στην περίπτωση του Τρέβορ Φίτζγκιμπον, η καταγγέλλουσα που είχε ανακαλέσει το βιασμό συνοδεύτηκε στο αστυνομικό τμήμα από δύο άλλες καταγγέλλουσες. Η μια ισχυρίστηκε ότι ο Φίτζγκιμπον την “αγκάλιασε” ακατάλληλα. Η άλλη ισχυρίστηκε ότι το χέρι του βούρτσισε την πλάτη της κατά τη διάρκεια μιας αγκαλιάς. Αυτές οι καταγγελίες απορρίφθηκαν επίσης από την υπηρεσία διερεύνησης.
Έχω γράψει εκτενώς αλλού για το πώς τέτοιοι ψευδείς ισχυρισμοί υποβαθμίζουν αποτελεσματικά τη σοβαρότητα του βιασμού. Θα συγκρατήσω τον εαυτό μου από την άβολη θέση να το κάνω αυτό ξανά, εκτός από το να πώ: όσες από εμάς έχουμε βιώσει τη βία και το τραύμα του βιασμού, του ομαδικού βιασμού και της σοβαρής σεξουαλικής κακοποίησης, είναι μια ασυγχώρητη προσβολή να βλέπουμε τέτοια θλιβερά, ρηχά παράπονα, να συγχέονται ως βιασμός. Εκείνες που εμπλέκονται σε αυτή τη συμπεριφορά βλάπτουν την αξιοπιστία, και στην πραγματικότητα θέτουν σε κίνδυνο, όλες τιςς πραγματικές καταγγέλλουσες βιασμού, και πρέπει να ντρέπονται βαθιά για τον εαυτό τους.
Κανένας από τους τρεις άνδρες – Τζούλιαν, Τζέηκομπ ή Τρέβορ – δεν έχει ποτέ κατηγορηθεί για έγκλημα. Ούτε είχαν υποβληθεί εναντίον τους αστικές αγωγές, παρόλο που το αποδεικτικό εμπόδιο είναι χαμηλότερο. Παρόλα αυτά και οι τρεις συνεχίζουν να κακοποιούνται από τους πολιτικούς τους αντιπάλους, οι οποίοι τους κατονομάζουν «κατά συρροή βιαστές».
Αυτό έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη σε αυτούς και στα κοντινά τους πρόσωπα. Επίσης, κατέστρεψε σημαντικά την καριέρα τους.
Και για αυτό ακριβώς γίνονται όλα αυτά. Δεν αφορούσε ποτέ αυτούς. Αφορούσε τις επαγγελματικές τους επιδιώξεις: τι κάνουν καλά, τι αγαπούν να κάνουν, ποιοί ενοχλούνταν από αυτό που αυτοί κάνουν, και ποιοι ήταν εκείνοι που επωφελήθηκαν από την αναστολή της ικανότητάς τους να συνεχίσουν να το κάνουν.
Διαβάστε εδώ το πλήρες κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου